ἰθύτης

ἰθύτης
ἰθύτης
straighteness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιθύτης — ἰθύτης, ἡ (Α) ευθύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθυς + κατάλ. της (πρβλ. βαρύτης < βαρύς, ευθύτης < ευθύς)] …   Dictionary of Greek

  • ἰθύτητα — ἰθύτης straighteness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθύτητες — ἰθύτης straighteness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθύτητι — ἰθύτης straighteness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”